Τρίτη 13 Οκτωβρίου 2009

ανάμνηση του ημιτελούς



Σε είδα χτες καθισμένο στο σκαλοπάτι της δύσης
φορούσες το ουρανί πουκάμισο της καρτερικότητας
κι όλο ξεφλούδιζες τον τυραννικό κλοιό
του ανεκπλήρωτου.
Στο καταφύγιο της παραίσθησής σου
τρύπωσα μέσα από μια συλλογισμένη δίοδο,
εκεί που έκανε τη λακκούβα της
η ανάμνηση του ημιτελούς.

Δεν τόλμησα να σου μιλήσω, ούτε καν ν' αγγίξω
το διάφανο όρκο της γύμνιας σου.
Κι όμως, θα 'θελα να χιμήξω και να κατασπαράξω
την απόγνωση του σούρουπου.
Θα 'θελα να συρρικνώσω την ενάρετη προτομή
των καιρών
θα 'θελα να βαλσαμώσω το αδιατάρακτο του έρωτα
να φωνάξω χάδια, να τεντώσω φιλιά,
ν' αφιερώσω όνειρα καθαρισμένα από τους λεκέδες
της αυταπάτης.
Μα να που ξανάρθε στη γεύση,
η γνωστή απ' τα παλιά στιφάδα του ανομολόγητου.

Πόσες φορές θα σ' το πω ωριμότητα
δε χρειάζομαι αυτή τη δωρεάν προφύλαξή σου,
μα πώς γίνεται πάντα
χωρίς καμία επιδίωξη, χωρίς κανένα τέχνασμα
να καταλαμβάνεις τόσο χώρο στ' αδιέξοδά μου;

Έχω μείνει στη σελίδα 38, στο κεφάλαιο της ερημιάς
και μέσα απ' τα εμπρηστικά φωνήεντα
σκέβρωσε και το χαρτί των προσχημάτων.

Δες με τώρα λοιπόν, ατόφια αποκοπή της πληρότητάς μου
έπρεπε να τεμαχίσω το πλάτος και το μήκος μου
και να ξαναπλάσω απ' την αρχή
τ' ανόμοια μέλη μου
για να μπορέσω να χωθώ στο αχανές των ήχων σου.
Έπρεπε δίχως άλλο,
στην προκύπτουσα αφύπνιση των συμπτωμάτων
να διαφυλάξω αυτήν την ανάλαφρη καταπάτηση
των αναστεναγμών σου
για να εξαπλωθώ ακόμη παραπέρα
και να γίνω ένα με το θρόισμα της λαχτάρας σου.
Κι αν έχω την ευχέρεια,
μερικά υπολείμματα αβεβαιότητας
που μου 'μειναν στο χέρι
-από αφηρημάδα κι όχι από αυταρέσκεια-
πριν απ' το μετά της λησμονιάς
να θυμηθώ να τα πετάξω.

Ρουμπίνα Θεοδώρου, Αναταράξεις
Από τη συλλογή Ωστικό κύμα (1999)